- προβοκάτσια
- ηπρόκληση, σκόπιμη ενέργεια που γίνεται για να προκληθούν προβλήματα και να υπάρξουν ορισμένες αντιδράσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προβοκάτσια — η, Ν η πράξη τού προβοκάτορα, η πρόκληση («ο εμπρησμός τού Πολυτεχνείου ήταν προβοκάτσια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provocatio «πρόκληση»] … Dictionary of Greek